δίκερος

δίκερος
-η, -ο (Μ δίκερος, -ον)
δικέρατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κέρας (πρβλ. άκερος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δίκερος — η, ο αυτός που έχει δύο κέρατα: Οι αντιλόπες είναι ζώα δίκερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεφαλοφίνες — Υποοικογένεια θηλαστικών της οικογένειας των βοοειδών. Το μήκος τους είναι περίπου 70 εκ., ενώ το βάρος τους κυμαίνεται μεταξύ 6 14 κιλών. Το χρώμα τους είναι κόκκινο της σκουριάς ή σκούρο καφέ, με μια χαρακτηριστική γκρίζο μπλε λωρίδα κατά μήκος …   Dictionary of Greek

  • βουκερωτίδες — Οικογένεια πτηνών της τάξης των κορακομόρφων, με χαρακτηριστικά μεγάλο ράμφος, γυριστό προς τα πίσω, δυσανάλογο προς το μέγεθος του σώματος. Οι β. περιλαμβάνουν περίπου 80 είδη, των οποίων οι διαστάσεις ποικίλλουν. Τυπικός εκπρόσωπος των β. είναι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”